- ηθητικός
- ἠθητικός, -ή, -όν (Α)(για οίνο) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διηθήσει, να διυλίσει, ο κατάλληλος για διύλιση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηθητός, ρηματικό επίθετο τού ηθώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἠθητικούς — ἠθητικός capable of being strained masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)